-
1 редактор
1. (газеты, журнала) о συντάκτης 2. вчт. о συντάκτης (βοηθητικό πρόγραμμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > редактор
-
2 автор
-
3 редактор
редактор м о συντάκτης, о επιμελητής· главный \редактор о αρχισυντάκτης* * *мο συντάκτης, ο επιμελητήςгла́вный реда́ктор — ο αρχισυντάκτης
-
4 редактор
редакторм ὁ συντάκτης:главный \редактор ὁ ἀρχισυντάκτης· ответственный \редактор ὁ ὑπεύθυνος συντάκτης. -
5 редактор
-а α.συντάκτης•редактор газеты συντάκτης εφημερίδας•
главный редактор ο αρχισυντάκτης•
ответственный редактор υπεύθυνος της σύνταξης.
-
6 составитель
-я α. -ница, -ы θ.συντάκτης, συνθέτης•составитель сборника песень συντάκτης συλλογής τραγουδιών.
-
7 компилятор
1. вчт. το πρόγραμμα μεταφοράς (στη γλώσσα του Η/Υ), η διάταξη αποδελτίωσης (σε γλώσσα Η/Υ) 2. (автор компиляции) о συντάκτης, ο/η σταχυο-λόγος, ο απανθιστής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компилятор
-
8 составитель
ο συντάκτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > составитель
-
9 ответственный
ответственн||ыйприл1. ὑπεύθυνος, ὑπόλογος/ юр. δοσίλογος:\ответственныйый работник ὁ ὑπεύθυνος ὑπάλληλος· \ответственныйый редактор ὁ ὑπεύθυνος συντάκτης·2. ^важный) σπουδαίος, σοβαρός^ \ответственныйый момент ἡ σοβαρή στιγμή· \ответственныйая задача τό σοβαρό καθήκον. -
10 составитель
составительм (автор) ὁ συντάκτης, ὁ συγγραφέας. -
11 техред
техредм (технический редактор) ὁ τεχνικός συντάκτης, ὁ ἐπιμελητής τής ὕλης. -
12 редактор
[ριντάκταρ] ουσ. α. συντάκτης -
13 составитель
[σασταβίτιλ"] ουσ. α. συντάκτης -
14 редактор
[ριντάκταρ] ουσ α συντάκτης -
15 составитель
[σασταβίτιλ"] ουσ α συντάκτης -
16 кодификатор
-а α.συντάκτης κώδικα. -
17 ответственный
επ., βρ: -вен, -венна, -о1. υπεύθυνος• υπόλογος•-ое лицо за выполнение плана υπεύθυνο πρόσωπο για την εκπλήρωση του πλάνου•
ответственный редактор υπεύθυνος συντάκτης•
человек, ответственный за сохранение порядка άνθρωπος, υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης.
2. πολύ σοβαρός ή σπουδαίος•-ая работа υπεύθυνη δουλειά•
-ое поручение εντολή μεγάλης σπουδαότητας.
-
18 техред
-а α.τεχνικός συντάκτης.
См. также в других словарях:
συντάκτης — ο 1. αυτός που συντάσσει κάποιο έγγραφο: Είναι άγνωστος ο συντάκτης αυτής της επιστολής. 2. δημοσιογράφος: Μηνύθηκε ο συντάκτης αυτού του άρθρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντάκτης — ο, ΝΑ, και συντάχτης, θηλ. συντάκτρια και συντάχτρια, Ν [συντάσσω] αυτός που συντάσσει ή έχει συντάξει ένα γραπτό κείμενο («ο συντάκτης τής προκήρυξης παραμένει άγνωστος») νεοελλ. 1. επαγγελματίας δημοσιογράφος εφημερίδας ή περιοδικού 2.… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Αντωνακάκης, Αντώνιος — (Καλαμάτα 1911 – Αθήνα 1973). Δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Άρχισε να δημοσιογραφεί στο Θάρρος της Καλαμάτας. Αργότερα ήρθε στην Αθήνα και έγινε συντάκτης, διαδοχικά, των εφημερίδων Ελληνικός Ταχυδρόμος, Βραδυνή,… … Dictionary of Greek
Δρανδάκης, Παύλος — (Πάνορμο Κρήτης 1896 – Αθήνα 1945). Δημοσιογράφος και εκδότης. Σπούδασε στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, όπου πήρε δίπλωμα οικονομικών επιστημών από τη γαλλική σχολή ιησουιτών. Το 1915 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ήταν κάτοχος πολλών ξένων γλωσσών και… … Dictionary of Greek
Κοτσαρίδας, Ελευθέριος — (Άρτα 1904 – Αθήνα 1966). Δημοσιογράφος. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πολιτικές επιστήμες στη Γαλλία. Πρωτοεμφανίστηκε στο δημοσιογραφικό επάγγελμα το 1923 στην εφημερίδα Εστία και εργάστηκε αρχικά ως συντάκτης… … Dictionary of Greek
ORIGENES — auctor Ecclesiasticus, Alexandrinus, fil. Leonidae martyris, sub Severo: discipulus Clementis Alexandr. vide infra, cui successit. Mortuô patre, in summa rerum inopia, bonis videlicet fisco addictis, feminae cuiusdam opulentae munificentiâ… … Hofmann J. Lexicon universale
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
αβάκτις — ἀβάκτις ή ἄβ ἄκτις, ο (άκλιτ.) (Μ) αρχειοφύλακας ή συντάκτης ιδιωτικών εγγράφων δημόσιου τύπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ab actis] … Dictionary of Greek
ανθολόγος — ο, η (Α ἀνθολόγος, ον) νεοελλ. 1. ανθοκόμος 2. συνθέτης ή συντάκτης ανθολογίας αρχ. 1. αυτός που συλλέγει άνθη 2. αυτός που τού αρέσουν τα άνθη … Dictionary of Greek